Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μὴ ἀποκτείνας π

См. также в других словарях:

  • ἀποκτείνας — ἀποκτείνᾱς , ἀποκτείνω kill aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • STELLIO — Hebr. schemamith. Proverb. c. 30. v. 28. Graece καλαβώτης, et ἀσκαλαβώτης, ad verbum ἀςτερίας, quod notis quibusdam, velut stellis, variatus, e lacertarum genere, pusillum animal et valde sollers est, in muscis praesertim et araneis venandis.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αυθεντία — η (AM αὐθεντία) [αυθέντης] νεοελλ. 1. το αναμφισβήτητο κύρος σε κάποιον τομέα της επιστήμης ή της τέχνης 2. αυτός που διαθέτει το αναμφισβήτητο κύρος, ο κατεξοχήν ειδικός μσν. 1. το αξίωμα του «αυθέντου» 2. η τάξη των αρχόντων 3. η περιοχή στην… …   Dictionary of Greek

  • αφεντιά — η (AM αὐθεντία, Μ και ἀφεντία) εξουσία, κυριαρχία μσν. νεοελλ. 1. κρατική εξουσία 2. δικαστική εξουσία 3. ιδιοκτησία 4. κυριότητα 5. φυλακή νεοελλ. 1. η τάξη των αφεντάδων, των αρχόντων 2. αρχοντιά, ευγένεια εμφάνισης και τρόπων 3. (με τη γεν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»